-
1 διακειμαι
1) находиться в (каком-л.) положении или состоянии(σῶμα μοχθηρῶς διακείμενον Plat.; εὖ ἢ κακῶς Arst.; κακῶς ὑπὸ τραυμάτων διακείμενος Plut.)
ὁρᾶτε ὡς διακεῖμαι ὑπὸ τῆς νόσου Thuc. — вы видите, в каком я состоянии из-за болезни;οὔπω διακέοιντο οἱ Λακεδαιμόνιοι ὥσπερ τοὺς Ἀθηναίους διέθεσαν Xen. — (они думали, что) лакедемоняне еще не находятся в таком положении, в какое они (сами некогда) поставили афинян;ἄμεινον ὑμῖν διακείσεται Xen. — (так) для вас будет лучше2) быть расположенным или настроенным(εὖ τινι Isae.; χαλεπῶς πρός τινα Plat.; εὐθαρσῶς πρὸς τὸν κίνδυνον Plut.)
ἐπιφθόνως δ. τινι Thuc. — внушать кому-л. чувство зависти;ὑπόπτως δ. τινι Thuc. — возбуждать в ком-л. подозрение;φιλικῶς δ. πρός τινα Arst. — дружелюбно относиться к кому-л.3) быть установленным(ὥς οἱ διέκειτο Hes.)
ἐπὴ διακειμένοισι Her. — на (заранее) определенных условиях
См. также в других словарях:
διέκειτο — διάκειμαι to be served at table imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διέκειθ' — διέκειτο , διάκειμαι to be served at table imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διέκειτ' — διέκειτο , διάκειμαι to be served at table imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιπολεμούμαι — ἐπιπολεμοῡμαι, όομαι (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἐπεπολέμωτο πολεμίως διέκειτο» … Dictionary of Greek
παιδεία — Δραστηριότητα η οποία αποσκοπεί στο να μεταδώσει, με τη διδασκαλία, κατά τρόπο οργανικό κατά κανόνα, σειρά θεωρητικών ή πρακτικών γνώσεων. (Γενικότερα ο όρος παιδεία σημαίνει επίσης τη μόρφωση και κάποτε και την καλλιέργεια). Ανάλογα με εκείνον… … Dictionary of Greek
πικρός — ή, ό / πικρός, ά, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει πικρή, ερεθιστική γεύση (α. «πικρός καφές» β. «πικρό χάπι» γ. «ὅταν δὲ τεύχῃ Ζεὺς ἀπ ὄμφακος πικρᾱς οἶνον», Αισχύλ.) 2. (σχετικά με την αφή) οξύς, οδυνηρός (α. «τρεις μπάλες τού ερίξανε, πικρές,… … Dictionary of Greek